αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… … Dictionary of Greek
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… … Dictionary of Greek
αντιληπτός — ή, ό (AM ἀντιληπτός, ή, ό) νεοελλ. 1. αυτός που υποπίπτει στην αντίληψη, ο κατανοητός 2. αυτός που τον αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις αρχ. τά ἀντιληπτά τα αισθητά … Dictionary of Greek
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… … Dictionary of Greek